δυνατός

δυνατός
δῠνᾰτός, -όν (-ός, -ῷ; -οί: -όν nom.; acc. comp. δυνατώτερον.)
1 c. inf.,
a personal, able to

ὅμως δὲ λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφὰν τόκοςθνατῶν O. 10.9

καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός N. 2.14

Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον (sc. οἱ Βασσίδαι) N. 6.33 παῦροι

δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.39

b impersonal, possible

ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45

εἰ δυνατόν, Κρονίων (sc. ἐστί) N. 9.28

ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45

ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν Pae. 6.52

θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 1.
2 n. pro subs., what is possible, attainableτᾶν ἐν δυνάτῳ φιλοτάτωνP. 4.92

δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ P. 11.51

3 frag. ]

ωδ' ἐπέων δυνατώτερον. Pae. 4.5


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δυνατός — strong masc nom sg δυνατός strong masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατός — ή, ό (AM δυνατός, ή, όν Μ και δυνατός, όν) [δύναμη] 1. αυτός που έχει δύναμη, ισχυρός 2. ανθεκτικός, στερεός («δυνατό προτείχισμα, κάστρο κ.λπ.») 3. ικανός, με αξιόλογες δυνατότητες («δυνατός γιατρός») 4. αυτός που μπορεί ή ενδέχεται να γίνει,… …   Dictionary of Greek

  • δυνατός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει δύναμη, ισχυρός, ρωμαλέος: Είναι δυνατός άντρας. 2. στερεός, ανθεκτικός, γερός: Έχει δυνατό οργανισμό. 3. αυτός που μπορεί να πραγματοποιηθεί: Δεν είναι δυνατός ένας συμβιβασμός ανάμεσά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυνατώτερον — δυνατός strong adverbial comp δυνατός strong masc acc comp sg δυνατός strong neut nom/voc/acc comp sg δυνατός strong masc acc comp sg δυνατός strong neut nom/voc/acc comp sg δυνατός strong adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατωτάτων — δυνατός strong fem gen superl pl δυνατός strong masc/neut gen superl pl δυνατός strong fem gen superl pl δυνατός strong masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατωτέραις — δυνατός strong fem dat comp pl δυνατωτέρᾱͅς , δυνατός strong fem dat comp pl (attic) δυνατός strong fem dat comp pl δυνατωτέρᾱͅς , δυνατός strong fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατωτέρων — δυνατός strong fem gen comp pl δυνατός strong masc/neut gen comp pl δυνατός strong fem gen comp pl δυνατός strong masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατά — δυνατός strong neut nom/voc/acc pl δυνατά̱ , δυνατός strong fem nom/voc/acc dual δυνατά̱ , δυνατός strong fem nom/voc sg (doric aeolic) δυνατός strong neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατόν — δυνατός strong masc acc sg δυνατός strong neut nom/voc/acc sg δυνατός strong masc/fem acc sg δυνατός strong neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατώτατα — δυνατός strong adverbial superl δυνατός strong neut nom/voc/acc superl pl δυνατός strong adverbial superl δυνατός strong neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατώτατον — δυνατός strong masc acc superl sg δυνατός strong neut nom/voc/acc superl sg δυνατός strong masc acc superl sg δυνατός strong neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”